Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος

Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος.

Το παρόν μυθιστόρημα απευθύνεται σε ενηλίκους και απαγορεύεται η ανάγνωση του σε άτομα κάτω των 18 ετών.

Ως μυθιστόρημα:

1) Κάθε πρόσωπο και συμβάν είναι στη σφαίρα της φαντασίας και κάθε σχέση με πραγματικά πρόσωπα και συμβάντα είναι συμπτωματική.

2) Ότι γράφεται εντός ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας και δεν πρέπει να λαμβάνεται ως γεγονός , συμβουλή,παραίνεση (κτλ.)

της πραγματικότητας .

3) Απαγορεύεται:

α) η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του κείμενου χωρίς την απαραίτητη αναφορά στο όνομα του συγγραφέα.

β) η χρησιμοποίηση μερών ή ολόκληρου του κείμενου για εμπορικούς ή διαφημιστικούς σκοπούς.


Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

14) Η Διάρρηξη

Το πρωί έβρεχε καταρρακτωδώς. Πήρα ταξί για τη δουλειά. Πάντα τα λυπάμαι τα λεφτά για το ταξί. Δεν τα έχω ευχαριστηθεί ποτέ. Κάποια άλλα έξοδα τα ευχαριστιέσαι, παράδειγμα αυτά για τις διακοπές ή για έναν υπολογιστή. Τα λεφτά για το ταξί όμως, για κινηματογράφο, για βιβλία, σιχαίνομαι να δίνω. Αυτά και άλλα πολλά θα έπρεπε να είναι τζάμπα. To αλκοόλ ίσως δε θα έπρεπε να είναι τζάμπα. Μου κάνει κακό το τζάμπα αλκοόλ, σε όλους κάνει κακό το τζάμπα αλκοόλ.
Ήταν μια βαρετή χειμωνιάτικη μουντή μέρα. Όλοι στη δουλειά φαινόντουσαν μισοκοιμισμένοι λες και κανένας δεν είχε ξυπνήσει καλά σήμερα. Παντού έβλεπες μακριές μούρες και τσιμπλιάρικα μάτια. Το μεσημέρι όταν τέλειωσε το ωράριο πήγα στο κυλικείο και βρήκα ένα τύπο που ήξερα ότι μένει κοντά στη γειτονιά μου. Τον ρώτησα αν έχει πρόβλημα να με πάρει μαζί του στο αμάξι μετά το σχόλασμα και ας με άφηνε εκεί κοντά, οπού ήθελε. Δέχτηκε.
Έξω έπεφτε ένα ψιλόβροχο. Ένα σπαστικό, αργοκίνητο ψιλόβροχο. Η καταθλιπτική βιομηχανική περιοχή έχει ένα καλό. Έχει ανοιχτωσιά και το μάτι σου φτάνει μέχρι πολύ μακριά στον ορίζοντα. Πάνω στο ουρανό είχαν βαρύνει κάτι νωχελικά γκριζόμαυρα σύννεφα.
Μπήκαμε μέσα στο αμάξι αμίλητοι. Ποιος ξέρει τι είχε μέσα στο μυαλό του ο συνάδελφος; Λογαριασμούς , την κόρη του που τράκαρε και σμπαράλιασε το αμάξι, τη γυναίκα του, τη νεαρή γκόμενα που της έχει ανοίξει ζαχαροπλαστείο. Ποιος να ξέρει; Το πρόσωπο του ήταν αξύριστο με ένα πυκνό μουστάκι, λεπτός, με καράφλα και βαθιά πράσινα μάτια. Άνοιξε ένα ακριβό καινούργιο πακέτο τσιγάρα και μου πρόσφερε. Μάγκωσε κι αυτός ένα με τα χείλια κατευθείαν από το πακέτο. Άναψα, καπνίζαμε και κοιτούσαμε μπροστά στο γλιτσαρισμένο δρόμο.

Οι οδηγοί πιτσιλούσαν ο ένας τον άλλον με τις ρόδες τους που έσκαγαν στη βουρκογεμισμένες λακκούβες του δρόμου. Παρακολουθούσα τους υαλοκαθαριστήρες που πηγαινοέρχονταν πάνω στο παρμπρίζ, ο ένας ήταν λίγο ξεχαρβαλωμένος και έτσι πως κουνιόταν θύμιζε λαβωμένο έντομο που προσπαθούσε να ξεφύγει. Περάσαμε από ένα παλιό εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο και από μια στάση που περίμεναν φτωχοί εργάτες. Τα όρια εξόδου της κάθε πόλης ποτέ δεν είναι μια μέση κατάσταση ή θα ζουν πολύ πλούσιοι ή πολύ φτωχοί. Το αυτοκίνητο ταρακουνήθηκε καθώς διασχίσαμε τις γραμμές του τρένου.
Με άφησε σε μια γωνία που έπρεπε να στρίψει, τον ευχαρίστησα και κατέβηκα. Προσπάθησα να πηγαίνω κάτω από τα μπαλκόνια και τις τέντες για να βρέχομαι λιγότερο. Συνάντησα ένα σουβλατζίδικο. Βαριόμουνα να μαγειρέψω και έτσι μπήκα μέσα και αγόρασα δυο γύρους με πίτα. Είναι νόστιμοι οι γύροι με τη πίτα αλλά μετά τα απόγευμα μόλις ξυπνάς νιώθεις σαπισμένος.
Άνοιξα την αυλόπορτα. Περπάτησα προσεχτικά το μονοπατάκι για να μη βραχώ και βρέθηκα μπροστά στη εξώπορτα. Στο χερούλι είχαν βάλει με ένα λαστιχάκι ένα διαφημιστικό για πίτσα. Μήπως έπρεπε να είχα πάρει πίτσα; Έβγαλα τα κλειδιά από την τσέπη και παραμέρισα το διαφημιστικό. Η κλειδαριά ήταν παραβιασμένη. Φαινόταν να την έχουν στραβώσει με τανάλια ή κάτι τέτοιο. Κοίταξα γύρω- γύρω, έβαλα το αυτί μου πάνω στη πόρτα. Κανένα ήχος. Έσκυψα και κοίταξα μέσα από τη σπασμένη κλειδαριά. Το σπίτι φαινόταν άνω κάτω. Κάποιος το είχε διαρρήξει. Το θέμα βέβαια ήταν αν είχε φύγει ή αν ήταν ακόμα μέσα. Απομακρύνθηκα από τη πόρτα και πήρα τηλέφωνο τον πάτερα. Αγχώθηκε.
«Έρχομαι αμέσως», είπε, «μη μπεις μέσα, έρχομαι»
«Καλά».
«Παίρνω τηλέφωνο και κλειδαρά. Μη μπεις μέσα, περίμενε να έρθω».
Αποφάσισα να ανοίξω και ότι είναι να γίνει ας γίνει. Άλλωστε είναι το σπίτι μου και πρέπει να το υπερασπιστώ, κι ο πρωτόγονος άνθρωπος το ίδιο θα έκανε στη σπηλιά του, και το κοτσύφι το ίδιο για τη φωλιά του. Και τα μυρμήγκια αν πας να τους χαλάσεις τους λαβύρινθους δαγκώνουν. Όλα τα ζώα. Ήρθε λοιπόν και η σειρά μου να υπερασπιστώ την ιδιοκτησία μου. Μια ιδιοκτησία, που όμως δε δούλεψα ούτε προσπάθησα για αυτήν, τη βρήκα έτοιμη. Σύμφωνα με πολλούς φιλοσόφους δεν είχα το δικαίωμα να ονομάζω αυτό το σπίτι ιδιοκτησία μου. Σύμφωνα βέβαια με άλλους τόσους το είχα. Κατέβασα το χερούλι. Το σπίτι ήταν μουνί. Όλα τα συρτάρια και τα περιεχόμενα τους πετάμενα στο πάτωμα. Πήγα αργά προς στο δωμάτιο, κοίταξα πίσω από τη πόρτα και στο τελείωμα από τις κουρτίνες μήπως δω να ξεχωρίζουν τίποτα σκαρπίνια όπως στις ταινίες. Έψαξα και στη τουαλέτα και στη κουζίνα. Οποίος κι αν είχε μπει μέσα είχε φύγει πλέον. Τα παπλωματά αναποδογυρισμένα. Μια ντουλάπα πεσμένη. Το μάτι μου πήγε κατευθείαν στην οθόνη και στο πύργο του υπολογιστή. Δεν τα είχαν πάρει. Δεν είχα και τίποτα που θα μπορούσαν να πάρουν. Μόνο ένα καβαντζωμένο 50 ευρώ σε ένα κόκκινο τσαντάκι μπανάνα. Η μπανάνα ήταν πετάμενη κάτω από ένα τραπεζάκι με κλειστό το φερμουάρ. Την άνοιξα, τα 50 ευρώ ήταν μέσα.
«Τι μαλάκες;»
Φαίνεται πάνω στη βιασύνη τους αντί να την ανοίξουν άπλα τη κούνησαν και δεν άκουσαν τίποτα μέσα.
«Το βιολί!» Ξαναμίλησα μόνος μου.
Πήρα τηλέφωνο τη Λια.
«Έλα ψιψινε.»
«Λια... να σου πω... Το βιολί το έχεις μαζί σου σήμερα;»
«Όχι γιατί.... Τι έγινε;»
«Άνοιξαν το σπίτι;»
«Κλέφτες!»
«Ναι.»
«Και πήραν το βιολί!»
«Δε ξέρω ακόμα. Δε κοίταξα».
«Έρχομαι, έρχομαι».
«Έλα σε περιμένω».
Τελικά βρήκα τη θήκη κάτω από το κρεβάτι, ήταν ανοιχτή , την έφερα μπροστά μου και είδα μέσα το αιωνόβιο βιολί της Λίας, απείραχτο να ξαπλώνει στα βελούδινα παπλωματά σαν βρικόλακας. Ξαναπήρα τη Λια.
«Έλα τι έγινε;»
«Εντάξει όλα. Εδώ είναι το βιολί».
«Ουφ.... Μου κόπηκαν τα πόδια».
«Είναι ακριβό ε;»
«Μη το συζητάς».
«Δηλαδή».
«Ε τι να σου πω...»
«Ε πες».
«Τι να σου πω; Να σου πω πόσο κάνει το δοξάρι;»
«Για πες».
«Δυο διακόσια».
«Δυο χιλιάδες, διακόσια ευρώ το δοξάρι!»
«Ναι».
«Καλά... Που είσαι τώρα;»
«Στο δρόμο ψάχνω για ταξί.»
«Οκ τα λέμε σε λίγο».

Έβλεπα αντικείμενα και προσπαθούσα να θυμηθώ τι ήταν δίπλα σε τι και εν τέλει τι πρόλαβαν να πάρουν. Τελικά ανακάλυψα. Σε ένα μικρό τσίγκινο μπολάκι έβαζα ότι ψιλά περίσσευαν , εικοσάλεπτα, δεκάλεπτα μπορεί και κανένα πενηντάλεπτο. Τελευταία φορά που το είδα σήμερα το πρωί, δε πρέπει να είχε πάνω από πέντε ευρώ μέσα, ένα τσιμπιδάκι, ένα νυχοκόπτη και ένα ξεχασμένο καπάκι μπίρας. Όλα έλειπαν. Αυτά πήραν. Πάντως τηλεόραση, υπολογιστή και βιολί δεν είχαν πειράξει. Δεν είχα και τίποτε άλλο αξίας μέσα στο σπίτι. Καμιά φορά σου βγαίνει καλό να είσαι φτωχός. Έστρωσα το στρώμα του καναπέ κι έψαξα το τηλεκοντρόλ. Ήταν κάτω από μια στοίβα συρτάρια. Πήρα ένα πλαστικό δίσκο από την κουζίνα έβαλα τους γύρους μέσα, άνοιξα τη τηλεόραση και άρχισα να τρώω. Υπάρχει και ένα καλό σε όλα αυτά. Δε θα ξαναερχόταν σε μένα οι ίδιοι κλέφτες. Πως δε με λυπήθηκαν κιόλας να μου αφήσουν κανένα δεκάευρω στο τραπέζι με ένα μήνυμα: «Ρε φίλε είσαι πιο φτωχός από μας πάρε ένα δεκάρικο να πάρεις τσιγάρα και να πιεις ένα καφέ». Βέβαια αν έπαιρναν το βιολί θα έκαναν τη τύχη τους. Αλλά μάλλον ήταν άμουσοι, άτεχνοι και αγράμματοι. Έτσι είναι, δεν είμαστε όλοι οι φτωχοί ίδιοι.
Μόλις έφαγα και τον δεύτερο γύρο ήρθε ο κλειδαράς. Ήταν νεαρός, μοντέρνος και σωματώδης. Με ξανθό μαλλί, σπυράκια και είχε ένα τατουάζ με καλλιτεχνικά γράμματα στο βραχίονα που θα το καταριόταν σε καμιά πενταετία. Κουβαλούσε μια βαλίτσα μαζί του. Με χαιρέτησε ανεβάζοντας τα φρύδια του και κοίταξε την κλειδαριά. Απίθωσε κάτω τη βαλιτσούλα του και περιεργάσθηκε την πόρτα.
«Τσιγγάνοι», αποφάνθηκε.
«Ναι ε;»
«Ναι στάνταρ.»
«Δεν ήταν Τσιγγάνοι», είπα εγώ.
«Που το ξέρεις;»
«Γιατί είχα ένα βιολί μέσα και δε το πήραν».
«Και...»
«Δεν έχεις ακούσει για τα τσιγγάνικα βιολιά. Ξέρουν αυτοί από βιολιά... θα το έπαιρναν».
«Τσιγγάνοι ήταν σίγουρα;»
«Εσύ από που το κατάλαβες.»
«Από τον τρόπο που την άνοιξαν. Να κοίτα». Μου έδειξε την σπασμένη κλειδαριά αλλά δε κατάλαβα τίποτα. «Να φανταστείς», συνέχισε, «τώρα τελευταία αν κλειδωθεί κανένας, και εμείς με τον ίδιο τρόπο ανοίγουμε είναι ο πιο εύκολος».
«Δηλαδή πόση ώρα θέλει να την ανοίξει κάποιος;»
«Αυτήν. Χα! Τι να σου πω... 20 δευτερόλεπτα. Εγώ πάντως θα σου έλεγα να βάλεις και μια τρίαινα από πάνω. Γιατί έτσι πως είναι, θα σε ανοίγουν συνέχεια».
«Μπα δε νομίζω...» Μου την έδωσε που μιλούσε άσχημα για την κλειδαριά μου.
«Εγώ στο λέω πάντως...» έκανε με δασκαλίστικο τόνο.
«Τίποτα δε μου πήρανε».
«Τυχερός είσαι».
«Είχα υπολογιστή, τηλεόραση, δε πήρανε τίποτα».
«Δε παίρνουν αυτοί τέτοια. Ότι χωράει σε μια τσάντα παίρνουνε. Χρυσαφικά... λεφτά».
Εφάρμοσε μια καινούργια κλειδαριά πάνω στη πόρτα. Του έδωσα εβδομήντα ευρώ, είκοσι που είχα πάνω μου και τα πενήντα που δεν βρήκαν οι κλέφτες. Πριν φύγει με ξανασυμβούλεψε να βάλω τρίαινα.
«Πόσο έχει;»
«130 ευρώ».
«Θα σε ειδοποιήσω».

Έφτασαν ο πατέρας, η μάνα και η Λια σχεδόν ταυτόχρονα. Τους σύστησα. Η Λια ήταν άνετη λες και τους γνώριζε χρόνια. Η μάνα μου της γλυκομίλαγε και ο πατέρας μου την απόφευγε γιατί μάλλον ντρεπόταν. Δεν είχαν γνωρίσει καμιά κοπέλα που ήμουν σε σχέση ποτέ, αλλά εντάξει, καιρός ήταν, μεγάλωσα πια. Ήμουν άντρας έτοιμος για γάμο που υπερασπίζεται το σπιτικό του. Συμμαζέψαμε την ακαταστασία όλοι μαζί. Σε κάποια στιγμή η μάνα μου με παραμέρισε στη κουζίνα.
«Αχ τη γλυκιά κοπέλα που είναι», είπε με μυστικοπαθή τόνο.
«Ναι».
«Να την καλέσεις να έρθει και σπίτι για φαγητό.»
«Εντάξει».
Μας πήρε ένα τρίωρο να κάνουμε το σπίτι όπως ήταν πριν και λίγο καλύτερο. Οι γονείς μου ετοιμάστηκαν να φύγουν. Ο πατέρας, πέταξε ένα γεια και βγήκε έξω. Η μάνα μου αγκάλιασε τη Λια. Την αγκάλιασε και η Λια.


«Έχεις καταπληκτικούς γονείς» Μου είπε η Λια όταν έφυγαν και με φίλησε στο στόμα. «Πάλι σουβλάκια έφαγες;» Συμπλήρωσε.
«Ναι».
«Βρομάς».

«Την επομένη φορά θα πάρω πίτσα. Μου άφησαν ένα φυλλάδιο οι κλέφτες από μια πιτσαρία που φαίνεται αρκετά καλή».  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου