Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος

Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος.

Το παρόν μυθιστόρημα απευθύνεται σε ενηλίκους και απαγορεύεται η ανάγνωση του σε άτομα κάτω των 18 ετών.

Ως μυθιστόρημα:

1) Κάθε πρόσωπο και συμβάν είναι στη σφαίρα της φαντασίας και κάθε σχέση με πραγματικά πρόσωπα και συμβάντα είναι συμπτωματική.

2) Ότι γράφεται εντός ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας και δεν πρέπει να λαμβάνεται ως γεγονός , συμβουλή,παραίνεση (κτλ.)

της πραγματικότητας .

3) Απαγορεύεται:

α) η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του κείμενου χωρίς την απαραίτητη αναφορά στο όνομα του συγγραφέα.

β) η χρησιμοποίηση μερών ή ολόκληρου του κείμενου για εμπορικούς ή διαφημιστικούς σκοπούς.


Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

8) Πρωινό ξύπνημα

Το πρωινό ξύπνημα για να πας στη δουλειά είναι μια τραυματική διαδικασία. Αυτό το ξύπνημα νομίζεις ότι σου τρώει σιγά-σιγά την ψυχούλα. Αν πιστεύεις φυσικά ότι έχεις ψυχή και δεν είσαι απλά ένα τυχαίο σύμπλεγμα αυτόνομων κυττάρων που όταν μαζεύονται δίπλα- δίπλα σου δίνουν την ψευδαίσθηση της ύπαρξης. Όπως και να ΄χει, κάθε φορά που ξυπνάς πρωί για να πας στη δουλειά είναι σαν να αποσπάται ένα κομματάκι αυτής της ύπαρξης , ένα κομματάκι που δε θα ξαναβρείς ποτέ, όσο και να ψάχνεις αδίκως στο βούρκο του χρόνου.

Σκούπισα την πάχνη με το μανίκι από το δερμάτινο τζάκετ και έβαλα μπρος το μηχανάκι. Ο Φεβρουάριος φαίνεται τελικά να είναι ο πιο κρύος μήνας. Η αχλή της εξάτμισης σιγόσβηνε στον κρύο αέρα της μέρας και μια γκρίζα γάτα με κοιτούσε πάνω από ένα κάγκελο.
Ακόμα ένας γείτονας πήγαινε στη δουλειά. Είχε κάνει μια πρωινή υγρή χωρίστρα . Εμένα το μαλλί μου πετούσε. Έβαλα το κράνος για να το διορθώσω.
Από την πρώτη μέρα που πήγα στη δουλειά κατάλαβα ότι δε χρειαζόταν να περιποιούμαι και τόσο τον εαυτό μου καθώς δεν υπήρχε καμιά καλή γκόμενα. Έστω και ένα αόριστο μικρο ερωτικό ενδιαφέρον να υπάρχει στη δουλειά σου, μια μικρή υπόνοια σεξουαλικότητας, σου αλλάζει την καθημερινότητα. Σε κάνει να διαλέγεις τα ρούχα που θα βάλεις το πρωί, να περιποιείσαι τα μαλλιά σου και να στέκεσαι κανένα τέταρτο μπροστά στον καθρέπτη. Στην συγκεκριμένη δουλειά όμως δεν υπήρχε τίποτα. Δούλευαν εκεί 20 άτομα και όλοι ήταν πάνω από πενήντα χρονών εκτός από τον συνάδελφο μου τον Σωτήρη που ήταν στην ηλικία μου. Ο Σωτήρης ήταν ένας τύπος που αν μας κλείδωναν σε ένα δωμάτιο μόνους μας για τρεις μήνες δε θα βρίσκαμε ούτε ένα κοινό ενδιαφέρον.

Πάρκαρα και μπήκα στο κτήριο. Πήγα στο κυλικείο. Μικρό και αχρείο. Με ένα χιλιοακουμπισμένο από βραχίονες πάγκο, έξι - εφτά καρέκλες, δυο τραπεζάκια και ένα τεράστιο παλιό ραδιοκασετόφωνο από αυτά με τα δεκάδες ικουαλάιζερ που φωτίζουν πολύχρωμα και δε χαλάνε με τίποτα. Γερές κράσεις.
Μερικοί μεσόκοποι συνάδελφοι είχαν αρχίσει τα κονιάκ και τα ουίσκια. Στο κυλικείο δε χαιρετάς κανέναν. Όταν τους πετύχεις μετά έναν-έναν στους διάδρομους τους χαιρετάς αλλά στο κυλικείο δε λες καλήμερα. Έτσι είναι ο κάνονας. Ο καφές ετοιμάζεται από τον κυλικιάρχη. Όλο κάτι θέλει να πει αυτός. Σήμερα δε μίλησε. Του τέλειωσαν οι πρωινές ατάκες. Τελικά όχι.
«Τώρα ξύπνησες;» Με ρώτησε.
«Ναι».
«Εγώ από τις πεντέμισι. Α ρε νεολαία...»
Μαζί με τον διευθυντή είναι ο μόνος που με ρωτάει που ήμουν αν λείψω καμιά μέρα.
«Γιατί δεν ήρθες εχθές », μου λέει σαν να με μαλώνει που έχασε ένα καφέ και ίσως ένα προμεσημβρινό τοστ.
Τους παρακολουθεί όλους ο κυλικιάρχης. Είναι ψήλος με μικρές πλάτες, άσπρα μαλλιά και μια μεγάλη κοιλιά. Όλη μέρα μασουλάει σκόρδα, κουλούρια και παστές σαρδέλες. Προχθές μου είχε πει: « Τι καλά να είχες δυο βαγόνια να μου έδινες το ένα!»
«Τι να το κάνεις το βαγόνι;»
«Γιατί εσύ τι θα το κάνεις;» Μου είπε σοβαρά.

Ανέβηκα στο γραφείο μου. Πέρασα μπροστά από το γραφείο του διευθυντή που έχει πάντα ανοιχτή την πόρτα. Ερχόταν πρώτος και έφευγε τελευταίος.
«Καλήμερα σας κύριε Στέλιο».
«Καλήμερα».
Δεν απαντάει πάντα. Άλλα είναι ο διευθυντής. Έτσι πρέπει να κάνει ο διευθυντής μια να λέει καλήμερα μια να μη λέει. Τι σόι διευθυντής θα ήταν αν σου απαντούσε κάθε φορά;
Μπήκα στο γραφείο που ήταν το χώρος μου. Άνοιξα το παράθυρο για να φύγει η μουχλίλα από τους στοιβαγμένους φακέλους. Καθάρισα με ένα πανί την καρέκλα, και άνοιξα το ραδιόφωνο σε κάτι σλόου του 80. Για πρωί είναι ότι πρέπει. Άναψα ένα τσιγάρο και ρούφηξα καφέ. Το τσιγάρο απαγορεύεται, αλλά εδώ μέσα δε μπαίνουν πελάτες. Δε μου λέει και κάνεις τίποτα.
Η δουλειά μου είναι να καταχωρώ τις πωλήσεις της προηγουμένης μέρας. Δε μου παίρνει πάνω από δυο μίση ώρες. Μέχρι της 9 μίση πίνω καφέ, καπνίζω, μπαίνω στο ίντερνετ και ακούω τα σλόου από το ραδιόφωνο. Μετά αρχίζω την καταχώρηση. Πότε -πότε με φωνάζει ο διευθυντής να του κάνω καμιά δουλειά.
Ανάλογα με το τόνο της φωνής έχω μάθει και τι με θέλει. Είναι τρεις οι τόνοι. Ένας είναι ο δυνατός και ευθύς. Αυτός είναι για κάποια ψιλοδουλειά. Καμιά φωτοτυπία στο διπλανό γραφείο, να φέρω τίποτα υλικά, στυλό, φακέλους, να διακορεύσω τίποτα χαρτιά, να του πάω κανένα συνδετήρα γιατί έχουν τελειώσει και διάφορα τέτοια.
Ο δεύτερος τόνος είναι όταν με φωνάζει δυο φορές. Μια σιγά μια δυνατά. Αυτό είναι για μια πιο δύσκολη ίσως και πιο επείγουσα εργασία. Να πάω κάπου με το μηχανάκι, να συνοδεύσω κανένα πελάτη σε καμιά υπηρεσία, ή να πάω γράμματα στο ταχυδρομείο. Η τρίτη φωνή ακούγεται κάθε Παρασκευή κατά τις δυόμιση. Ήπια με ανάλαφρο τελείωμα. Πηγαίνω μέσα στο γραφείο του και μου λέει: “Φέρε ένα ποτήρι”. Φέρνω ένα ποτήρι, ανοίγει το ντουλάπι και μου βάζει ανάλογα. τσίπουρο , κονιάκ, ούζο ,ουίσκι ότι πίνει κι αυτός . Είναι το δώρο μου για την εβδομάδα.
Μόλις τελειώνω την καταχώρηση κατά τις 12 αλλάζω το σταθμό στα ροκ και παίζω σκάκι στον υπολογιστή. Ύστερα βάζω κλασική κατά τις 1 και πιάνω κανένα λογοτεχνικό βιβλίο. Κατά τις δυόμισι ετοιμάζομαι. Τα κλείνω όλα αργά –αργά και παρακολουθώ το ρολόι. Τρεις πάρα δέκα φεύγω. Κανονικά είναι τρεις που σχολάω. Άλλα κλέβω δέκα λεπτά. Πόσο θλιβερό είναι αυτό; Περνάω ξανά από το γραφείο του διευθυντή.
«Καλό μεσημέρι κύριε Στέλιο».
«Γεια σου», μου λέει ο διευθυντής αν έχει όρεξη.
Πότε-πότε κατά τη διάρκεια της μέρας ο διευθυντής μπαίνει στο γραφείο μου. Αφήνω ότι κάνω και τον κοιτάω έτοιμος να εκπληρώσω κάθε επιθυμία του. Συνήθως με πιάνει να παίζω στο ίντερνετ ή να διαβάζω βιβλίο. Αυτή είναι μια σχεδόν μεταφυσική ικανότητα που αποκτάς μόνο όταν γίνεις διευθυντής, να τσακώνεις δηλαδή τους υπαλλήλους σου πάντα την στιγμή που δε δουλεύουν. Μπορεί ένας υπάλληλος να εργάζεται για 7 ώρες με σκυμμένο το κεφάλι και μόνο μόλις σταματήσει για δέκα δευτερόλεπτα θα εισχωρήσει ο διευθυντής για να τον πιάσει να κάνει κάτι άσχετο. Είναι μαγικό.
Κλείνω τη σελίδα του ίντερνετ ή του βιβλίου και περιμένω. Περνάει από μπροστά μου και κατευθύνεται στο παράθυρο. Ποτέ δε ανοίγω κουβέντα γιατί όποτε το επιχείρησα δεν μου απάντησε πάνω στο θέμα. Έτσι τον αφήνω να πει αυτός. Συνεχίζει να κοιτάει από το παράθυρο.
«Πάλι το τράκαρε και από αυτή τη μεριά το αμάξι. Δε πάει καλά αυτός».
Αναφέρεται στον διευθυντή του άλλου κτηρίου. Μια φορά εκείνος έξυσε το αμάξι στη πόρτα του πάρκινγκ. Από τότε ο δικός μου διευθυντής όλο βλέπει καινούρια τρακαρίσματα που δεν υπάρχουν.
«Ναι ε;» Ρωτάω εγώ τάχα από ενδιαφέρον.
«Ε δε το βλέπεις;»
Εγώ φυσικά καθισμένος στο γραφείο δε μπορώ να δω κάτω το παρκαρισμένο αμάξι αλλά συμφωνώ.
Ύστερα καθώς φεύγει με ρωτάει κάτι για αθλητικά.
«Τελικά ποιος νίκησε εχθές;»
«Ο τάδε», του απαντάω εγώ, καθώς το πρωί έχω μπει και έχω μάθει τα αποτελέσματα των αγώνων για αυτό το λόγο.
«Μα δεν έχουν ομάδα μου λέει».
Συμφωνώ και φεύγει. Δεν είναι κακός άνθρωπος.
Καμιά φορά δέχομαι και άλλες επισκέψεις στο γραφείο. Κυρίως από την κλητήρα την Νίτσα. Είναι καμιά 55 χρονών και δουλεύει από 25 χρονών εκεί. Παίρνει μια καρέκλα, κάθεται από την εξωτερική πλευρά του γραφείο μου και κάνει κάνα δυο τηλεφωνά επειδή δεν έχει δικό της γραφείο. Τηλεφωνεί στη μάνα της και την κόρη της ως συνήθως. Ύστερα αρχίζει και μου λέει κουτσομπολιά.
«Ξέρεις η Στέλλα. Η απέναντι της γραμματείας στον 3ο όροφο;»
«Ναι».
«Τα έχει με έναν ταχυδρόμο».
«Αλήθεια;»
«Ε τι πλάκα; Και να δεις ένα ωραίο παλικάρι. Ψήλος καστανομάλλης μπορεί να τον έχεις δει, έρχεται καμιά φορά να αφήσει γράμματα. Και αυτός παντρεμένος αλλά πιο μικρός. Είδες... τρία παιδιά αυτή αλλά όλους τους καταφέρνει. Άλλα τι να πεις, καλά κάνει η γυναίκα. Τι να κάνει; Όχι σαν κι εμένα. Εντάξει η αλήθεια είναι ότι μεγάλωσαν τα παιδιά της. Και ο άντρας της; Αχ ο αντρας της. Ένας μουντρουυύχης είναι ο άντρας της. Πα-πα-πα-πα μακρυά από μας. Δεν τον έχεις γνωρίσει; Αν τον δεις θα καταλάβεις. Βέβαια εγώ και τέτοιον άντρα να είχα δε θα πήγαινα με τον ταχυδρόμο. Άλλα λέμε τώρα».
Από ότι έχω μάθει από άλλους η Νίτσα η κλητήρας τα φτιάχνει συνέχεια με παντρεμένους από τη δουλειά. Καμιά φορά μου δείχνει φωτογραφίες πως ήταν νέα. Ύστερα μου λέει για τις αρρώστιες της και πόσο την παιδεύουν τα παιδιά της και ο άντρας της ο κατάκοιτος από τα εγκεφαλικά. Όλο θυσίες και θυσίες. Μετά σηκώνεται αναστενάζοντας με ένα «Τι να κάνεις...Ουφ.» και με αφήνει στην ησυχία μου. Καλή γυναίκα.

Πότε- πότε πάω και στον πρώτο όροφο του άλλου κτηρίου για να αφήσω τίποτα έγγραφα. Δουλεύουν τρεις άντρες και μια γυναίκα εκεί μέσα και όλη μέρα φωνάζουν, βρίζονται και γελάνε. Το χαρακτηριστικό είναι ότι μόλις φεύγει ένας να πάει έστω και δυο λεπτά κάπου, οι άλλοι τον θάβουν πίσω από τη πλάτη του. Ο ένας είναι καμιά σαράντα χρόνων. Ψήλος αθλητικός με γκρίζα μαλλιά και γαμψή μύτη. Μιλάει γρήγορα και μπουρδουκλώνει της λέξεις. Είναι ο πρώτος που με χαιρετάει όταν μπαίνω στο γραφείο.
Ο δεύτερος είναι ένας αετονύχης. Πιθανότατα βουτηγμένος στη παρανομία εκτός δουλειάς. Έχει αραιό σγουρό μαλλί, παχιά χείλια και οι μασχάλες του μυρίζουν από το μισό μέτρο. Είναι από τους ανθρώπους που όταν βγαίνει από την τουαλέτα δεν πλένει τα χέρια του αλλά ανοίγει την βρύση μερικά δευτερόλεπτα μόνο και μόνο μήπως τον ακούει κανείς. Την ανοίγει και δεν πλένεται. Τον έχω δει να το κάνει. Κατά τα άλλα είναι πολύ ευχάριστος και όλο απαντάει «Μάλιστα»
Το λέει γρήγορα- γρήγορα διακόπτοντας τον άλλον. Κοροϊδεύει δηλαδή.
«Προφέσορ σου έφερα να υπογράψεις εκείνα τα χρεόγρ....
«Μάλιστα κύριε». Απαντάει γρήγορα πριν καν τελειώσω την πρόταση. Τον φωνάζουν Προφέσορ γιατί κάνει όλες τις αριθμητικές πράξεις στο μυαλό του και ποτέ δεν κάνει λάθος.
Ο τρίτος είναι νεαρός, στην ηλικία μου. Ο Σωτήρης. Μας είχαν προσλάβει μαζί με μια βδομάδα διάφορα πιο νωρίς αυτός, και φυσικά είναι λόγος για να μου το παίζει παλιός. Δουλεύει σαν το μουλάρι. Πηγαίνει από το ένα γραφείο στο άλλο και κάνει όλες τις δουλειές. Φωνάζει σε όλους και νομίζεις ότι είναι το αφεντικό. Καλό παιδί. Με κατηγορεί συνέχεια όταν δεν είμαι παρών. Ότι έρχομαι αργά, ότι δε δουλεύω, ότι κάθομαι, ότι κάνω λάθη και τι δε μου κατεβάζει. Στα περισσότερα δεν πέφτει και πολύ έξω. Μου τα λέει η Νίτσα.
Το κύριο χαρακτηριστικό του Σωτήρη είναι ότι επιμένει ότι έχει δίκιο για διάφορα γελοία θέματα. Παραδείγματος χάρη αγοράζει ένα καπέλο τζόκεϊ που πιστεύει ότι είναι ωραίο. Θα εκθειάσει αυτή την επιλογή του με χίλια-δυο απίθανα επιχειρήματα. Θα πει για το λάστιχο που εφαρμόζει τέλεια και για το ιδανικό μέγεθος του γείσου. Τις αψεγάδιαστες ραφές. Ύστερα μέσα στη συζήτηση είναι πολύ αστείο όταν του κολλάει μια τέτοια επιλογή. Γυρνάει όλη τη συζήτηση στο κόλλημα του και αρχίζει και το ανεβάζει στους ουρανούς. Προχθές του ζήτησα ένα συρραπτικό. Αυτός άνοιξε το συρτάρι και είχε μέσα δυο. Του είπα θέλω το κόκκινο.
«Το κόκκινο; Είσαι σοβαρός!»
«Ναι....»
«Το μαύρο θα πάρεις.»
«Ίδια δεν είναι;»
«Τι λες ρε, πάτε καλά;» όταν νευριάζει μου μιλάει λες και είμαστε πολλοί. Λες και έχει να αντιμετωπίσει μια πλειοψηφία που δε γνωρίζει την αλήθεια και αυτός, ο ήρωας της μειονότητας, ήρθε να της ανοίξει τα μάτια. Δε πιστεύω καν να ξέρει ποιος είμαι εκείνη την ώρα. Με μεταμορφώνει σε μια παραλογή ιδέα που δε μπορεί να χωρέσει στο κόσμο του. Βάζει τα δυνατά του να παλέψει με τον παραλογισμό της κοινωνίας που για κάποιο λόγο, που βρίσκει αδιανόητο, αυτή η κοινωνία έχει προκαλέσει ένα μέλος της να χρησιμοποιήσει το κόκκινο συρραπτικό και όχι το μαύρο.
«Κοίτα το μαύρο , έχει ασφάλεια και παίρνει τα χοντρά τα συρματάκια. Το άλλο είναι λεπτό και δεν πατάει καλά. Κοίτα τη βάση του. Κοίτα και το μαύρο. Πρώτα από όλα το ένα είναι Αιρονστίπλ Mάστερ και το άλλο δεν έχει ούτε μάρκα επάνω. Καμιά σχέση σου λέω. Το μαύρο να παίρνετε».
«Καλά», συμφωνώ εγώ.

Η τελευταία η κυρία που εργάζεται εκεί είναι γύρω στα 50. Την φωνάζουν Λένα, είναι κοντή χοντρή και κοκκινομάλλα με μεγάλο κώλο, φουντωτό μαλλί, αποφασιστικό βήμα και παίρνει τα ψυχοφάρμακα σαν τα ποπ κορν. Τα είχε με το διευθυντή για καμιά 10 χρονιά από ότι έμαθα. Τελικά αυτός δε χώρισε τη γυναίκα του, αλλά αυτήν, και από τότε της την έχει δώσει. Όλα αυτά σύμφωνα με τη Νίτσα. Πότε- πότε την πιάνει υστερία για ασήμαντα πράγματα και αρχίζει να ουρλιάζει και να πετάει φακέλους και μολύβια σε οποίον βρει μπροστά της. Όλοι φεύγουν από το γραφείο σαν να μην τρέχει τίποτα και επιστρέφουν ύστερα από κανένα δεκάλεπτο, γιατί τόσο της παίρνει της Λένας να ηρεμήσει. Όταν γυρνάνε τους χαμογελάει και τους ζητάει συγνώμη με ένα πράο χαμόγελο που είναι ακόμη πιο τρομακτικό από την υστερία. Καλή γυναίκα.  

Πατα εδώ για Συνέχεια! 9) Ο κεφτές

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου