Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος

Ενα online Μυθιστόρημα, Νίκος Χατζόπουλος.

Το παρόν μυθιστόρημα απευθύνεται σε ενηλίκους και απαγορεύεται η ανάγνωση του σε άτομα κάτω των 18 ετών.

Ως μυθιστόρημα:

1) Κάθε πρόσωπο και συμβάν είναι στη σφαίρα της φαντασίας και κάθε σχέση με πραγματικά πρόσωπα και συμβάντα είναι συμπτωματική.

2) Ότι γράφεται εντός ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας και δεν πρέπει να λαμβάνεται ως γεγονός , συμβουλή,παραίνεση (κτλ.)

της πραγματικότητας .

3) Απαγορεύεται:

α) η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του κείμενου χωρίς την απαραίτητη αναφορά στο όνομα του συγγραφέα.

β) η χρησιμοποίηση μερών ή ολόκληρου του κείμενου για εμπορικούς ή διαφημιστικούς σκοπούς.


Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

9) O Κεφτες

Μόλις είχα ξυπνήσει από τον απογευματινό ύπνο όταν χτύπησε το κουδούνι. Είναι από αυτά τα παλιά που κάνουν σαν ταραγμένα αηδονάκια. Τσίουτσιου- τσίουτσιου- τσίου. Ο απροειδοποίητος επισκέπτης ήταν ο Γιατρος, ένας φίλος που τον ξέρω από το λύκειο. Καθόμασταν μαζί στο ίδιο θρανίο και τα τρία χρόνια. Ήταν ο καλύτερος μαθητής σε ολόκληρο το σχολείο. Πολλές φορές μου έλεγε να δω από το γραπτό του στα διαγωνίσματα αλλά του έκανα νόημα πως δε πειράζει, έγραφα ότι ήξερα και έβγαινα έξω να καπνίσω.
Καλό παιδί . Επιτυχημένο. Τώρα πλέον έχει πτυχίο ιατρικής, μάστερ, κάνει διάφορες έρευνες και τον προορίζουν για καθηγητή πανεπιστήμιου. Εδώ και κανένα χρόνο είναι παντρεμένος και επειδή η γυναίκα του δεν τον αφήνει να καπνιζει μέσα στο σπίτι, πάει σε άλλους. Σήμερα ήταν η σειρά μου. Τον συμπαθώ πολύ. Με κάνει να νιώθω και εγώ επιτυχημένος, μόνο και μόνο που τον έχω φίλο. Σαν μόλις μιλάμε και μου απευθύνει το λόγο να αποκτώ μια πελώρια ποιότητα ζωής. Ύστερα μου περνάει.
Έφτιαξα από μια κούπα χαμομήλι και αυτός έστριψε ένα τσιγάρο.
«Τι λέει άλλο;» Με ρώτησε.
«Καλά μωρέ όλα».
«Η καινούργια δουλειά;»
«Μια μούφα αλλά εντάξει ξέρεις...»
«Εντάξει... Έτσι είναι.»
«Εσύ; Η οικογένεια, τα πανεπιστήμια;»
«Τα ίδια μωρέ».

Η αλήθεια είναι ότι δε μοιάζει με επιστήμονας. Έχει στρόγγυλο πρόσωπο με μικρά κατσούφικα χείλια και φαρδιά μύτη. Τα μαλλιά του είναι μακριά σπαστά καστανά και τα πιάνει κοτσίδα. Αυτήν την κοτσίδα την έχει ίδια και απαράλλακτη, από το λύκειο. Φοράει δερμάτινα μπουφάν και κοτλέ παντελόνια ως συνήθως. Ούτε γυαλιά, ούτε παπιγιόν, ούτε καρό πουκάμισα ούτε τίποτα. Εμφανισιακά θα του ταίριαζε περισσότερο να είναι περιπτεράς ή ψυκτικός ή κάτι τέτοιο.
«Πότε θα κουρευτείς να γίνεις άνθρωπος;» Τον πείραξα.
«Δε κουρεύομαι. Όλοι αυτό μου λένε. Ο πεθερός να δεις. Τέλος πάντων μαλακίες. Σε ξύπνησα ε;»
«Απλά ξυπνάω νωρίς το πρωί και για να συμπληρώσω ώρες την πέφτω κάνα δυο ωρίτσες το μεσημέρι.»
«Ε ναι ρε... Προχθές τι έπαθα... Μου το θύμισες τώρα με τον ύπνο. Σου έχει τύχει ποτέ να ξυπνάς και να μη ξέρεις που βρίσκεσαι;»
«Ναι».
«Ε... Ξυπνάω ρε μαλάκα, και όχι δεν ήξερα που είμαι. Όχι δεν ήξερα ποιος είμαι; Αλλά πρόσεξε... δεν ήξερα.... Τι είμαι!»
«Χεχε»
«Ναι ρε σου λέω ξυπνάω... τώρα μιλάμε έτσι... 16 ώρες ύπνο... ξυπνάω, και για ελάχιστα κράτησε φυσικά.... Δε ξέρω τι είμαι φίλε. Δε μου περνούσε από το μυαλό ότι είμαι άνθρωπος ας πούμε. Έλεγα τι είμαι; Τι;»
«Ωραίο...»
Πήρε μια τζούρα.
«Ίσως ξέρεις τι; Κάθε φορά που ξυπνάμε χτίζουμε τον εαυτό μας. Δηλαδή μέσα σε δευτερόλεπτα. Λες είμαι ο τάδε. Κάνω αυτό και εκείνο. Δηλαδή για μια στιγμή δεν είμαστε τίποτα. Και ξαφνικά γίνομαι ας πούμε άνθρωπος, παντρεμένος και σκέφτομαι τις υποχρεώσεις που έχω. Αλλά πριν από αυτό δεν είμαι τίποτα σιγά-σιγά το χτίζω». Με κοίταξε με απορία. «Δε το λέω καλά ε;»
«Όχι, όχι. Καλά το λες. Μπορεί να έχεις δίκιο», απάντησα.
«Νομίζω ότι από τότε που παντρεύτηκα και δεν βγαίνω τόσο πολύ έξω να μιλάω με φίλους, έχω χάσει την ικανότητα να εκφράζομαι όπως παλιά. Δεν ξέρω».
Γύρισε το κεφάλι του και εστίασε λίγο στην τηλεόραση. Το είχα αφημένο σε ένα κανάλι που έπαιζε συνέχεια ντοκιμαντέρ. Έδειχνε ένα μικρο θηλυκό τρωκτικό που έψαχνε τροφή για να πάει στα παιδιά του.
«Να αυτό το ζώο για παράδειγμα», συνέχισε. «Ξυπνάει και λέει είμαι ποντίκι και είμαι θηλυκό και αυτά τα μωρά είναι δικά μου και πρέπει να πάω να βρω τροφή. Από που κι ως που; Αλλά είναι σαν να χτίζει το εγώ του κάθε πρωί. Ξυπνάει και σιγά-σιγά του έρχονται».
«Ίσως ναι».
Κάναμε μια παύση. Παρατηρούσα το πρόσωπο του και μου ήρθε να του ρίξω μια μπουνιά στα χείλια. Το παθαίνω συχνά αυτό όταν παρατηρώ πολύ το πρόσωπο κάποιου. Έτσι μια γερή μπουνιά στα χείλη χωρίς αντιπάθειες και μίση. Μου έρχεται συχνά, μπορεί αντί με γροθιά να το πάθω και με φιλί. Προχθές στην δουλειά ήρθε μια γρια κυρία που μύριζε παλιό σαπούνι, με καμπουριασμένη πλάτη, μαραμένο δέρμα και ένα χρυσαφί μαντίλι στο λαιμό. Έτσι πως μου μιλούσε φανταζόμουν να την φιλάω στο στόμα, σιχαινόμουν αλλά δε μπορούσα να αποφύγω να το σκέφτομαι. Είναι μια σκέψη της στιγμής, μετά χάνεται.
«Τι άλλο... πως περνάς τα απογεύματα σου στο σπίτι;» με ρώτησε.
«Ε, να, κάθομαι λίγο στο pc. Παίζω κανένα ποκεράκι.»
«Μπαίνουμε να παίξουμε καμιά παρτίδα;»

Του έφερα ένα σκαμπό και καθίσαμε δίπλα-δίπλα στο pc.
«Ρε συ. 300 ευρώ βλέπω μέσα.» Είπε ο Γιατρός και έδειξε πάνω δεξιά στην οθόνη. Είχε δίκιο. 300 ευρώ ήταν εκεί και ήταν γραμμένα στο λογαριασμό μου. Έχτισα σιγά-σιγά την ανάμνηση.
«Ωχ.... Τώρα θυμήθηκα. Προχθές γύρισα τύφλα και μπήκα πρώτη φορά ρουλέτα. Και πρέπει να έπαιξα 6-7 φορές μαύρο κόκκινο και να νίκησα συνεχόμενα.»
«Κώλε»

Παίξαμε τρία παιχνίδια πόκερ και χάσαμε δεκαπέντε ευρώ.

Έκανε ακόμη ένα τσιγάρο και συνεχίσαμε το τσάι. Στη τηλεόραση είχε βάλει ένα ντοκιμαντέρ για τερμίτες. Και τι δε κάνουν αυτοί οι τερμίτες; Επικοινωνούν μεταξύ τους με χημικά, έχουν σκλάβους, φυτεύουν μανιτάρια.
«300 ευρώ είναι καλά λεφτά πάντως», επισήμανε ο Γιατρός ενώ είχα αρχίσει λίγο να βαριέμαι την παρέα του. Αυτό πολλές φορές με κάνει να συνειδητοποιήσω ότι αλλάζω ως άνθρωπος. Ενώ μικρός ήθελα πάντα να έχω ανθρώπους δίπλα μου, τώρα δεν αντέχω και πολύ. Ως παιδί, έτσι και είχαμε καμιά επίσκεψη σπίτι, ένιωθα απίστευτη χαρά. Επίσης και όταν ήταν να πάμε εμείς επίσκεψη. Ύστερα στην εφηβεία πάλι τα ίδια. Παντού ήθελα να περιτριγυρίζομαι από ανθρώπους. Να μιλάμε, να γελάμε, να μαλώνουμε. Τα τελευταία χρόνια αναζητώ περισσότερες ώρες μοναξιάς.
«Καλά λεφτά τα 300». Επανέλαβε ο Γιατρός.
«Τι να τα κάνω λες;»
«Ξέρω 'γω. Πάρε κανένα τζιν».
«Μπα. Βολεύομαι από παντελόνια».
« Κάνε μια αναβάθμιση το pc».
«Έχει ακόμα μέλλον».
«Τι να σου πω. Πάρε καμιά πουτάνα».
«Πουτάνα. Λες;»
«Ναι ρε μαλακά. Είναι καλή φάση».
«Δεν έχω πάει με πουτάνα».
«Πλάκα κάνεις;»
«Όχι ρε αλήθεια».
«Τι μαλάκας είσαι. Εκεί θα τα φας τα λεφτά».
«Ξέρεις καμιά που να έρχεται σπίτι και τέτοια;»
«Όχι αλλά ο Γρηγόρης θα ξέρει στάνταρ».
«Ο κεφτές;»
«Ναι».
«Τι κάνει αυτός, τον βλέπεις καθόλου;».
«Δεν τον βλέπω συχνά, νομίζω με αποφεύγει».
«Γιατί αφού θυμάμαι κάνατε πολύ παρέα».
«Εντάξει κάναμε παρέα ξέρεις γιατί; Γιατί ήθελα να τον ξεμπλέξω από τις πρέζες, μετά που έκοψε με απέφευγε».
«Αχαριστία...»
«Όχι μη το λες. Είναι πολύ συχνό κάποιος που βοηθάς σε μια δύσκολη περίπτωση μετά να μη θέλει να σε δει. Νιώθει αδύναμος να είναι με κάποιον που ξέρει τι τράβηξε. Εγώ το σκέφτομαι απλά. Όταν προσπερνάς μια δύσκολη φάση πρέπει να προσπερνάς και τους ανθρώπους που σου έκαναν κακό αλλά και εκείνους που σου έκαναν καλό, αλλιώς μένεις στάσιμος».
«Λες ε;»
«Ναι».
«Και τελικά που βρεθήκατε;»
«Είχαμε πάει για καφέ πριν κανένα τρίμηνο. Μου έλεγε ότι έχει πιάσει μια δουλειά που συνοδεύει κορίτσια».
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή οδηγός ρε παιδί μου. Τις παίρνει στο αμάξι, τις μεταφέρει στα ραντεβού και μετά γυρνάει και τις μαζεύει».
«Ρε το Γρηγόρη τον κεφτέ. Και να σου πω. Αυτός είναι τσιλιβήθρας. Τις προστατεύει κιόλας;»
«Κι εγώ τον ρώτησα. Αν γίνει καμιά στραβή φωνάζει άλλους, αυτός δεν μπλέκεται, μόνο οδηγάει. Λέγε τώρα. Να τον πάρω;»
«Ξέρω ΄γω;»
«Μη μασάς ρε. Τα λεφτά θα πάνε σε καλό σκοπό».
«Εντάξει ας πάρουμε να ρωτήσουμε στο χαλαρό».
Έβαλε το ακουστικό στο αυτί και το βλέμματα του καρφώθηκε στο χάλι. Ύστερα άνοιξε τα μάτια ξαφνικά και σηκώθηκε.
«Έλα ρε. Καλά. Μια χαρά. Εσύ; Α. Ναι. Να σου πω . Είμαι εδώ με ένα φίλο και ψάχνουμε καμιά κοπέλα. Ξέρεις εσύ. Α. Σοβαρά; Γιατί ρε; Α. Χαρτικά; Ωραίος. Εντάξει. Κανένα τηλέφωνο δεν ξέρεις; Για ένα φίλο. Τον κολλητό μου ρε».
«Πόσο έχει, ρώτα», είπα στο Γιατρό που τον ακολουθούσα καθώς περπατούσε πέρα δώθε μέσα στο σπίτι . Κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
«Πόσο είναι περίπου ρε κεφτέ; Ξέρω ΄γω; Πόση ώρα θέλεις;» ρώτησε γυρνώντας προς εμένα.
«Πως πάει αυτό δε ξέρω. Πες... μια ώρα ας πούμε;»
«Μια ώρα. Κάτω από 100. Εντάξει. Ναι. Α. Οκ. Από εσένα ναι. Οκ. Εντάξει- εντάξει. Θα περιμένω. Ναι ρε. Πάρε να πάμε για καφέ. Θα δώσω . Τα λέμε.»
Έκλεισε το τηλέφωνο.
«Έχεις χαιρετισμούς».
«Επίσης».
«Σταμάτησε το ντελίβερι πουτάνας. Δουλεύει σε χαρτικά τώρα».
«Ωραίος».
«Θα στείλει τον αριθμό με μήνυμα. Αυτοί λέει δουλεύουν μόνο με συστημένους. Όταν πάρεις, θα πεις από το Γρηγόρη τον κεφτέ».
«Μάλιστα. Και πόσο είπε; 100 την ώρα;»
«Κάτω από 100. Τζάμπα πράμα».
«Μια χαρά. Λες να έχει καμιά καλή;».
«Από ότι μου έλεγε αυτές που κουβαλούσε ήταν όλες καλές».
«Για να δούμε....»

Μέτα από δέκα λεπτά ήρθε το μήνυμα με ένα αριθμό κινητού. Το σημείωσα σε ένα πρόχειρο χαρτάκι.
«Γιατρέ να σε ρωτήσω... πότε πότε έχω κάτι εντόνους πόνους στο στήθος».
«Που στο στήθος;»
«Να εδώ», είπα και έδειξα αριστερά πάνω από την καρδιά.
«Τίποτα δεν είναι».
«Οκ. Καμιά φορά βήχω κιόλας έτσι στο άσχετο».
«Τίποτα δεν είναι. Αλλά αν έπαιζες σε ταινία σίγουρα θα σε σκότωνε αυτός ο βήχας».
«Γιατί το λες αυτό;»»
«Δεν έχεις παρατηρήσει ότι όποιος βήχει σε ταινία πεθαίνει στο τέλος;»
«Όχι».
«Παρατήρησε το και θα δεις».

Τέλειωσε το τσάι και το ντοκιμαντέρ για τους τερμίτες. Η βασίλισσα λέει μπορεί να φτάσει και το μισό μέτρο. Μισό μέτρο έντομο. Τρομακτικό ακούγεται. Επίσης από ότι έλεγε, η βασίλισσα γεννάει συνέχεια, άρα δε κοιμάται για να ξυπνήσει και να χτίσει τον εαυτό της. Μυστήρια περίπτωση.
Κοίταξα το χαρτάκι με τον αριθμό από τις πουτάνες. Μπήκα στο λογαριασμό μου στο πόκερ και εξαργύρωσα τα χρήματα. Με έπιασε ένα άγχος. Μπορεί να έπαιρνα τηλέφωνο μέσα στη βδομάδα.

Μέτα από τρεις μέρες γυρνώντας από τη δουλειά πήγα στη τράπεζα κι έβγαλα 250 ευρώ. Ύστερα πήγα στο σούπερ μάρκετ και αγόρασα ένα ουίσκι, τρία πατατάκια, χαρτί υγείας ένα μακαρόνι βίδα, πάστα ντομάτας και μια πιπεριά. Ξύπνησα το απόγευμα κατά τις πέντε και μίση. Έκανα ένα φραπέ και ξαναπήρα το χαρτάκι στα χέρια μου. 

Άναψα ένα τσιγάρο και πήρα τηλέφωνο. Είναι νόστιμος ο απογευματινός φράπες, τον φτιάχνω πάντα λίγο πιο γλυκό από τον πρωινό.

«Παρακαλώ», ακούστηκε μια βάρια αλλά ευγενική αντρική φωνή.
«Γεια σας . Είμαι φίλος του Γρηγόρη».
«Ποιου Γρηγόρη;»
«Του κεφτέ».
«Μάλιστα. Πες μου αγόρι μου. Ενδιαφέρεσαι για επίσκεψη κατ οίκον;»
«Ναι».
«Λοιπόν. Η ώρα πηγαίνει 90 ευρώ. Για σήμερα θες;»
«Για σήμερα ναι. Κατά τις 9».
«Κάτσε να το δούμε όμορφα. Πάνω κάτω τι προτιμήσεις έχεις; Ψηλή; Κοντή; Ξανθιά; Στο περίπου ας πούμε».
«Ψηλή ναι. Μελαχρινή».
«Έχουμε και σε ξανθό ψηλό. Πολύ καλές περιπτώσεις».
«Ναι ε; Δυο μαζί πόσο είναι;»
«Τα δίπλα».
«Να σας πω. Με 200 παίζει να το κάνουμε διπλό και μια μίση ώρα;»
«Αυτό που μου λες τώρα είναι... 180 συν 90 τα μισάωρα. 270 ευρώ. Δε μπορώ να το κάνω 200. Δε βγαίνω».
«220;»
«220... Χμμμ... Εντάξει . Έκλεισε. Λοιπόν μια ξανθιά και μια μελαχρινή να βάλω;»
«Ναι».
«Περίμενε λίγο». Ακούστηκε να γυρίζει κάτι σελίδες. «Λοιπόν 11 και τέταρτο για σήμερα είναι εντάξει;»
«Ναι».
«Το κινητό σου είναι αυτό εδώ που παίρνεις;»
«Ναι».
«Οδός;»
«Αντινόου 18. Μονοκατοικία είναι».
«Όμορφα. Έντεκα και τέταρτο τα κορίτσια θα είναι εκεί. Αν προκύψει καμιά καθυστέρηση ή τίποτα άλλο θα σε πάρω σε αυτό το νούμερο».
«Εντάξει».
«Καλή διασκέδαση».
«Ευχαριστώ».

Μαγείρεψα τα μακαρόνια και έφτιαξα μια σάλτσα ντομάτας σβησμένη με λίγο ουίσκι, ίσα να μυρίσει η αλκοόλη. Ύστερα έκανα μπάνιο και συγύρισα το σπίτι. Πέταξα τα σκουπίδια, ψέκασα αποσμητικό χώρου, άλλαξα σεντόνια και μαξιλαροθήκες και έβαλα να πιω ένα ουίσκι. Έπαιξα μερικά πόκερ στο ιντερνέτ, κέρδισα 7 ευρώ. Είχα πιει σχεδόν μισό μπουκάλι όταν χτύπησε το κουδούνι. Κοίταξα το ρολόι, ήταν 11 και τέταρτο νταν.
Έσιαξα το μαλλί στο καθρέφτη και άνοιξα τη πόρτα.
«Γεια σου», μου είπαν τα κορίτσια με ξενική προφορά και οι δυο.
«Γεια σας κορίτσια».
Ήταν και οι δυο ψηλές. Με τα τακουνιά πάνω από 1.78. Η μελαχρινή είχε φιλαριστό μακρύ ίσιο μαλλί, πράσινα μάτια και λεπτή καλλίγραμμη μύτη. Φορούσε ένα κολλητό τζιν, μπότες και από πάνω ένα φουσκωτό μπουφανάκι μέχρι το λαιμό έμοιαζε με κάποια που συναντάς σε καντίνα στις 4 το πρωί. Η ξανθιά είχε κοντό καρέ , μεγάλα χείλια, φακίδες, πικραμένα κάστανα μάτια και φορούσε ένα μίνι με μπότες και από πάνω ένα κοντό χνουδωτό τζάκετ.
Με φίλησαν σταυρωτά με τη σειρά στο μάγουλο και κρέμασα τα πανωφόρια τους στον καλόγερο. Τους έδειξα να καθίσουν στο ντιβάνι που το είχα ανοίξει και το είχα κάνει κρεβάτι.
«Έχω ουίσκι κορίτσια;»
«Βάλε μου λίγο», είπε η μελαχρινή.
«Και μένα ένα», είπε η ξανθιά. «Έχεις σόδα μήπως;»
«Όχι δυστυχώς.»
« Νεράκι τότε αρκετό μέσα».
«Εντάξει».
«Και μένα βάλε μου νεράκι μέσα και πάγο».
«Έγινε», είπα και άρχισα να ετοιμάζω τα ποτά στη κουζίνα.
«Εγώ είμαι η Κατερίνα ...»
«Εγώ η Λίλιαν.» Μου είπαν όταν έφτασα.
«Χάρηκα». Άφησα το ποτά στο τραπεζάκι. Πήγα στο pc κι έβαλα μια λίστα με μουσική που την είχα ετοιμάσει από πριν με κάτι ερωτικά του 80. Πήρα το ποτό μου και κάθισα ανάμεσα τους. Τσουγκρίσαμε.
«Γεια μας».
«Γεια μας».
«Θέλετε να μοιραστούμε ένα τσιγάρο» Είπε η Λίλιαν.
Γύρισα και χάιδεψα στο μάγουλο την Κατερίνα. Με κοίταξε στα μάτια.
«Είσαι όμορφη»
«Και εσύ ωραίο παιδί είσαι. Έχεις ωραία μάτια», έβαλε το χέρι της στο μπούτι μου.
Η Λίλιαν μου έδωσε το τσιγάρο. «Πόσο χρονών είσαι;»
«28. Εσείς;»
«Εγώ 27», είπε η Λίλιαν και ήπιε με γουλιά ουίσκι.
«Εγώ 30», είπε η Κατερίνα. Μούφες, σκέφτηκα και της έδωσα το τσιγάρο. Η Λίλιαν έσκυψε πάνω μου και έχωσε το κεφάλι της στο λαιμό μου . Μύριζε αντρικό άρωμα.
«Αντρικό δεν είναι το άρωμα που φοράς;» Ρώτησα.
«Ναι πάντα. Στη δουλειά μπορούμε να φοράμε μόνο αντρικό άρωμα και ποτέ γκλίτερ. Καταλαβαίνεις γιατί...»
Της χάιδεψα τη μέση και μου έπιασε το γονικό μου σύμβολο πάνω από το παντελόνι. Πήγα να τη φιλήσω στο στόμα αλλά με φίλησε στο μάγουλο. Σήκωσε το χέρι από το παντελόνι και ξαναπήρε το τσιγάρο. Μου φύσηξε το καπνό στο στόμα. Η Κατερίνα μου χάιδεψε τα μαλλιά πίσω από το αυτί και ύστερα μου τον τσάκωσε και αυτή με το άλλο χέρι. Πήρα δυο τελευταίες από το τσιγάρο το έδωσα στη Κατερίνα. Το έσβησε. Η Λίλιαν μου ξεκούμπωσε τη ζώνη και το φερμουάρ. Δε χρειαζόμουν και πολύ προσπάθεια. Ήμουν έτοιμος να περάσω το γονίδιο μου στο διηνεκές. Ασχέτως αν φοράς προφυλακτικό το γονίδιο δεν νοιάζεται, νομίζει ότι θα περάσει. Έβαλα τα χέρια πίσω. Η Κατερίνα έβγαλε από τη τσάντα της ένα προφυλακτικό και μου το φόρεσε με το στόμα. Ασχολήθηκαν και οι δυο.
Η Κατερίνα σηκώθηκε και έβγαλε τις μπότες της. Μετά το παντελόνι της. Γύρισε και μου έδειξε τον κώλο της με το στρινγκάκι.
«Σ’ αρέσει;»
Κούνησα το κεφάλι.
Ξεντύθηκε εντελώς. Μου έβγαλε και μένα το παντελόνι, με καβάλησε, έβαλε τα χέρια της στο στήθος μου και κουνιόταν χαλαρά μπρος-πίσω. Η Λίλιαν έβγαλε και αυτή τα ρούχα της. Μου σήκωσε τη μπλούζα.. Ξεκαβαλησε η Κατερίνα και ανέβηκε η Λίλιαν. Την σήκωσα απότομα και τέλειωσα με σπασμούς.
Η Κατερίνα μου έβγαλε το προφυλακτικό . Η Λίλιαν πήγε στη τουαλέτα και έφερε χαρτί και με σκούπισε. Ξάπλωσα πίσω.
«Θέλετε να ξαπλώσετε δίπλα μου;»
Ήρθαν και χώθηκαν η μια από τα αριστερά και η άλλη από τα δεξιά.
«Ακόμη ενα;» Είπε η Λίλιαν.
«Ναι», είπε η Κατερίνα.
Άναψε ακόμα ένα, πήρε το τασάκι το έβαλε στη κοιλιά μου και ξάπλωσε δίπλα μου.
«Ρε Κατερίνα. Δε πιάνεις το τηλεκοντρόλ από το τραπέζι».
Η Κατερίνα ξεβολεύτηκε και μου έφερε το τηλεκοντρόλ.
«Θα κλείσεις και τη μουσική από το pc
«Ναι». Έπιασε το μάους το κέντραρε στο “x” και έκλεισε τη μουσική. Ήρθε και βολεύτηκε δίπλα μου. Της έδωσα το τσιγάρο και άνοιξα τη τηλεόραση.
«Α αυτή είναι ωραία ταινία. Την έχω δει», είπε η Λίλιαν.
«Κι εγώ την έχω δει», είπε η Κατερίνα.
«Κι εγώ την έχω δει», είπα εγώ.
Ήταν ένα ψυχολογικό θρίλερ. Καλή ταινία. Κάναμε το τσιγάρο και βλέπαμε την ταινία. Τις είχα αγκαλιά και τους χάιδευα τα μαλλιά. Σκέφτηκα πως αν εξηγούσαμε σε ένα εξωγήινο τι είναι το σινεμά. Θα του λέγαμε ότι είναι μια μίξη από όλες τις τέχνες. Ότι έχει μέσα εικόνες λες και είναι ζωγραφική , και μουσική και κίνηση και χορό και κείμενα.
«Α,» θα έλεγε αυτός, «Αυτό σημαίνει ότι είναι ο βασιλιάς τον τεχνών».
«Όχι, δεν είναι». Θα του απαντούσαμε εμείς. «Έτσι πως μπερδεύονται όλα μεταξύ τους τελικά γίνεται η χειρότερη και η πιο ευτελής από όλες τις τέχνες». Πήγα να πω την σκέψη μου στα κορίτσια αλλά δεν ήμουν σίγουρος. Ύστερα έδειξε μια ερωτική σκηνή. Η Κατερίνα μου τον ξανάπιασε και αναστήθηκα.
«Round two. Fight», είπα. Χαμογέλασαν. Έβγαλε ένα προφυλακτικό από τσάντα της και μου το φόρεσε. Γύρισα και έπεσα πάνω της. Τέλειωσα πάλι. Μου βγάλαν το προφυλακτικό και με σκούπισαν. Έβαλα το βρακί μου, και αυτές τα στρινγκάκια τους και ξανακάναμε αγκαλία. Είδαμε το τέλος. Ο δολοφόνος ήταν ο ίδιος ο ήρωας που έψαχνε τον δολοφόνο. Κλασσική περίπτωση μη έκπληξης. Χτύπησε το κινητό της Κατερίνας. Αναπάντητη. Το έβγαλε από τη τσάντα και το κοίταξε.
«Πέρασε η ώρα».
Σηκώθηκαν και ντύθηκαν. Ήταν μια πάρα είκοσι. Έβγαλα 220 ευρώ από το παντελόνι και τα έδωσα στη Λίλιαν. Τα έβαλε στην τσάντα της. Τους άνοιξα τη πόρτα. Φιληθήκαμε σταυρωτά και έφυγαν για πάντα από τη ζωή μου. Άναψα ένα τσιγάρο, έβαλα τα μισοτελειωμένα ουίσκι τους στο δικό μου ποτήρι και ήπια μια γουλιά. Δεν σιχαινόμουν.

Πάτα εδώ για Συνέχεια! 10) Μπλε Παπαγάλοι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου